- στροφίσκος
- στροφ-ίσκος, ὁ, Dim. ofA
στρόφιον 11
, Inscr.Prien.202.13 (ii B.C.?).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρόφιον 11
, Inscr.Prien.202.13 (ii B.C.?).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στροφίσκος — ὁ, Α υποκορ. μικρή κοσμητική ταινία για το κεφάλι τών ιερέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφιον + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek